βίκος

βίκος
Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε έλικα. Τα ερυθροϊώδη άνθη του σχηματίζονται ανά 1-2. Ο καρπός του είναι γραμμοειδής χέδροπας, πεπλατυσμένος, χνοώδης, μήκους 4-6 εκ. με καταφανές δίκτυο νεύρων, ενώ οι σπόροι του είναι χοντροί και καστανόχρωμοι. Φυτό αυτοφυές σε όλη την Ελλάδα, γνωστό από την αρχαιότητα, καλλιεργείται ως κτηνοτροφικό, για την παραγωγή χλωρού χόρτου, σανού και καρπού. Με την επιλογή και τη διασταύρωση έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες ποικιλίες που διακρίνονται σε φθινοπωρινές (σπορά τους μήνες Σεπτέμβριο-Νοέμβριο) και ανοιξιάτικες (σπορά τους μήνες Μάρτιο-Απρίλιο). Για παραγωγή χόρτου θερίζεται όταν βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, ενώ για παραγωγή σανού, λίγο πριν ωριμάσουν οι καρποί. Καλλιεργείται επίσης για χλωρή λίπανση. Σπείρεται πρώιμο το φθινόπωρο και παραχώνεται με όργωμα νωρίς την άνοιξη. Ως αζωτολόγο φυτό προσφέρει στα εδάφη χημική και φυσική βελτίωση.
* * *
(I)
βῑκος, ο (Α)
1. κανάτα
2. μικρό πιθάρι
3. κούπα για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία άποψη ο όρος βίκος είναι λ. αιγυπτιακή (πρβλ. αιγυπτ. b·k·t «δοχείο λαδιού που χρησίμευε ως μέτρο»), ενώ κατ' άλλους, είναι δάνειο σημιτικής προέλευσης (πρβλ. αραμαϊκό bq «στάμνα»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο δοχείο για κρασί και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «δοχείο του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. βίκος χαρακτηρίζει «κούπα για κρασί» η οποία ήταν σε χρήση στην Αίγυπτο].
————————
(II)
ο (Α βικίον, το και βικία, η)
το φυτό vicia sativa, κατάλληλο για κτηνοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. βικία είναι δάνεια λ. < λατ. vicia «είδος κυάμου, κοιν. κουκί», το δε νεοελλ. αρσ. βίκος < μτγν. αμάρτ. *βίκος, στο οποίο ανάγεται το επίσης μτγν. βικίον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βῖκος — jar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βίκος-Αώος — Sp Vikas Aòjas Ap Βίκος Αώος/Vikos Aoos L nac. parkas ŠV Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βίκος — ο κτηνοτροφικό φυτό από την οικογένεια των ψυχανθών: Το χωράφι με το σιτάρι γέμισε βίκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βῖκοι — βῖκος jar masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βῖκον — βῖκος jar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Zagori — (Greek Ζαγόρι, is a region in the Pindus mountains in Epirus, in northwestern Greece. It has an area of some 1,000 square kilometers contains 45 villages known as Zagoria or the Zagorohoria, and is in the shape of an upturned equilateral triangle …   Wikipedia

  • Liste der Flüsse in Griechenland — Dies ist eine Liste der Flüsse in Griechenland in alphabetischer Sortierung nach deutscher Transkription der Namen. Die Längen der Flüsse beziehen sich immer auf deren Verlauf auf griechischem Territorium. Flüsse, welche entweder außerhalb… …   Deutsch Wikipedia

  • Vikos — Sicht von Oxia, nähe des Dorfes Monodendri Talboden der Schlucht Die Vikos Schlucht (griechisch  …   Deutsch Wikipedia

  • Vikos-Schlucht — Sicht von Oxia, nähe des Dorfes Monodendri …   Deutsch Wikipedia

  • Becher, der — Der Bếcher, des s, plur. ut nom. sing. Diminutivum das Becherchen, im Oberdeutschen Becherlein. 1) Eigentlich ein tiefes Trinkgeschirr aus Holz oder Metall, welches gemeiniglich die Gestalt eines abgestümpften Kegels hat. 2) Ein Maß, so wohl zu… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”